- ἀμφορείδιον
- ἀμφορείδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφορείδιον — ἀμφορείδιον, το (Α) [ἀμφορεύς] (υποκοριστικό τού ἀμφορεύς), μικρός αμφορέας, κανατάκι … Dictionary of Greek
ἀμφορείδια — ἀμφορείδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… … Dictionary of Greek
κἀμφορείδια — ἀμφορείδια , ἀμφορείδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)